- ἀδοξοποίητος
- ἀδοξ-οποίητος, ον,A not forming notions, unreasoning, Plb.6.5.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδοξοποίητος — ἀδοξοποίητος, ον (Α) [δοξοποιῶ] ο άλογος, αυτός που δεν καθοδηγείται από γνώμη και σκέψη στις ενέργειες του … Dictionary of Greek
ἀδοξοποιήτων — ἀδοξοποίητος not forming notions masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)